- πλαγγόνιον
- πλαγγόνιον, τό, a kind ofA ointment, Polem.Hist.64, Sosib.23, Poll. 6.104. (Named from the inventor, Πλαγγών.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλαγγόνιον — ointment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγγόνιον — τὸ, Α [Πλαγγών] είδος μύρου το οποίο ονομάστηκε έτσι από το όνομα τού εφευρέτη του που ήταν ο αρωματοποιός Πλάγγων ή Πλαγγών, ή, κατ άλλους, μια εταίρα, η Πλαγγών … Dictionary of Greek